απόνητος

απόνητος
ἀπόνητος, -ον (Α)
1. ο δίχως κόπο και μόχθο
2. αυτός που δεν δεινοπαθεί, δεν υποφέρει
3. επίρρ. απονητί
ακοπίαστα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπονητότατα — ἀπόνητος without toil adverbial superl ἀπόνητος without toil neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόνητοι — ἀπόνητος without toil masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόνηθ' — ἀπόνητα , ἀπόνητος without toil neut nom/voc/acc pl ἀπόνητε , ἀπόνητος without toil masc/fem voc sg ἀ̱πόνητο , ἀπονέομαι go away plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνηται , ἀπονέομαι go away perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνητο , ἀπονέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόνητ' — ἀπόνητα , ἀπόνητος without toil neut nom/voc/acc pl ἀπόνητε , ἀπόνητος without toil masc/fem voc sg ἀ̱πόνητο , ἀπονέομαι go away plup ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνηται , ἀπονέομαι go away perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱πόνητο , ἀπονέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”